τριπλοῦς

τριπλοῦς
τριπλόος
triple
masc acc pl (attic)
τριπλόος
triple
masc nom sg (attic)
τριπλόω
multiply by three
pres ind act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριπλούς — ή, ούν / τριπλοῡς, ῆ, oῡν, ΝΜΑ βλ. τριπλός …   Dictionary of Greek

  • τριπλός — ή, ό / τριπλοῡς, ῆ, oῡv, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τριπλούς, ή, ούν, Ν, και τριπλόος, η, ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία μέρη ή αυτός που επαναλαμβάνεται τρεις φορές (α. «τριπλό χτύπημα» β. «ξένοι ποτὲ λησταί φονεύουσ ἐν τριπλαῑς ἁμαξιτοῑς», Σοφ. γ …   Dictionary of Greek

  • троегубый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}   прил. (τριπλοῦς) тройной, троякий …   Словарь церковнославянского языка

  • ακόρεστος — Ο αχόρταγος, ο άπληστος, (αρχ.) αυτός που δεν προκαλεί κορεσμό, ο ακατάπαυστος. α. ατμός (Φυσ.). Ατμός που σε ορισμένη θερμοκρασία δεν περιέχει τη μέγιστη δυνατή ποσότητα της ουσίας στην αέρια φάση. Ο ατμός αυτός υπακούει, κατά προσέγγιση, στους… …   Dictionary of Greek

  • ενυδάτωση — Χημική αντίδραση. Χαρακτηρίζεται από την προσθήκη ύδατος σε μια οργανική η ανόργανη ένωση. Παραδείγματα ε. στην οργανική χημεία αποτελούν όλες οι προσθήκες ύδατος (με τη μορφή ιόντων υδρογόνου και υδροξυλίου ξεχωριστά) στους διπλούς και τριπλούς… …   Dictionary of Greek

  • μυριονταδικός — μυριονταδικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στη μυριάδα, στον, αριθμό δέκα χιλιάδες 2. φρ. α) «μυριονταδικὸς διπλούς» μονάδα δευτέρας τάξεως μυριάδων, δηλαδή 10. 0002 β) «μυριονταδικὸς τριπλούς» μονάδα τρίτης τάξεως… …   Dictionary of Greek

  • τριπλή — Α (ως επίρρ.) βλ. τριπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. τού θηλ. τριπλῆ τού επίθ. τριπλοῦς, ῆ, οῦν] …   Dictionary of Greek

  • τριπλίτης — ο, Ν (ορυκτ.) φωσφορικό ορυκτό τού μαγγανίου, τού σιδήρου, τού μαγνησίου και τού ασβεστίου, που απαντά με την μορφή λαμπερών έγχρωμων συμπαγών μαζών σε γρανιτικούς πηγματίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Triplit < tripl (< τριπλοῦς) …   Dictionary of Greek

  • τριπλώνω — τριπλῶ, όω, ΝΜΑ [τριπλός / τριπλοῡς] πολλαπλασιάζω επί τρία, τριπλασιάζω …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”